- χουμανιστής
- ο гуманист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χουμανιστής — ο, Ν άλλη γρφ. τής λ. ουμανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. humanist (πρβλ. και λ. ουμανισμός, ουμανιστής)] … Dictionary of Greek